κάβουρος

κάβουρος
κάβουρος
Grammatical information: m.
Meaning: `crab' (Eust.); Rohlfs, Etym. Wb. der unterital Gräzität 94f. n. 834.
Derivatives: καβουρᾶς `crab-fisher' (IEphes. 4282).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Mod.Gr. has κάβουρος `crab'. The word is no doubt Pre-Greek. Cf. σκίουρος.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”